- εγκατιλλώπτω
- ἐγκατιλλώπτω (Α)κοροϊδεύω, εμπαίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατιλλῶψαι — ἐγκατιλλώπτω scoff at aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατιλλώψας — ἐγκατιλλώψᾱς , ἐγκατιλλώπτω scoff at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)